παρακελευσματικά

παρακελευσματικά
παρακελευσματικός
hortatory
neut nom/voc/acc pl
παρακελευσματικά̱ , παρακελευσματικός
hortatory
fem nom/voc/acc dual
παρακελευσματικά̱ , παρακελευσματικός
hortatory
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • είμι — εἶμι (Α) Ι. 1. έρχομαι («εἶμι δεῡρο», εἶμι εἴσω») 2. πηγαίνω (α. «εἶμι οἴκαδε» β. «πάλιν εἶμι» επιστρέφω, ξαναγυρίζω) 3. πορεύομαι («ὁδὸν εἶμι» ακολουθώ πορεία) 4. διέρχομαι, περνώ ανάμεσα («εἶμι τὸ μέσον τοῡ οὐρανοῡ») 5. κινούμαι, ταξιδεύω,… …   Dictionary of Greek

  • παρακελευσματικός — ή, ό / παρακελευσματικός, ή, όν, ΝΜ [παρακέλευσμα, ατος] προτρεπτικός, αυτός που έχει τη μορφή προτροπής, ενθάρρυνσης ή διαταγής νεοελλ. φρ. γραμμ. α) «παρακελευσματικές προτάσεις» προτάσεις που εκφράζουν προτροπή και οι οποίες στην Αρχαία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”